Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος

См. также в других словарях:

  • ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»